- χρεωκοπία
- [хрэокопиа] ουσ. Θ. банкротост во.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χρεωκοπία — χρεωκοπίᾱ , χρεωκοπία cancelling of debts fem nom/voc/acc dual χρεωκοπίᾱ , χρεωκοπία cancelling of debts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωκοπία — και χρεοκοπία, η, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο 2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας τού … Dictionary of Greek
χρεωκοπίας — χρεωκοπίᾱς , χρεωκοπία cancelling of debts fem acc pl χρεωκοπίᾱς , χρεωκοπία cancelling of debts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωκοπίαι — χρεωκοπίᾱͅ , χρεωκοπία cancelling of debts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωκοπίαν — χρεωκοπίᾱν , χρεωκοπία cancelling of debts fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωκοπίαις — χρεωκοπία cancelling of debts fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωκοπικός — και χρεοκοπικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεωκοπία ή στον χρεωκόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
NOVARUM Tabularum Lex — Graece Χρεωκοπία, it. Σεισάχθεια, vide infra Oneris excussio … Hofmann J. Lexicon universale
κανονιά — η [κανόνι] 1. βολή πυροβόλου, κανονιού 2. συνεκδ. βροντή, κρότος βολής πυροβόλου 3. μτφ. χρεωκοπία οικονομική 4. μτφ. αποτυχία μαθητή, απόρριψη … Dictionary of Greek
μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 … Dictionary of Greek
μουφλούζεμα — το [μουφλουζεύω] το αποτέλεσμα τού μουφλουζεύω, πτώχευση, χρεωκοπία, οικονομική κατάρρευση … Dictionary of Greek